- ρυμοτομικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρυμοτομία («ρυμοτομικό σχέδιο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ρυμοτομία. Το θηλ., στον λόγιο τ. τού πληθ. ῥυμοτομικαὶ (ἐργασίαι), μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.